Ἀθάνας

Ἀθάνας
Ἀθά̱νᾱς , Ἀθήνη
casting vote
fem acc pl (doric)
Ἀθά̱νᾱς , Ἀθήνη
casting vote
fem gen sg (doric aeolic)
Ἀθά̱νᾱς , Ἀθῆναι
the city of Athens
fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθάνας — (athanas). Ονομασία γένους μαλακόστρακων δεκαπόδων αρθροπόδων. Ζουν σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές θάλασσες. Έχουν δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ είναι ίσα και τα δύο πολύ μακρύτερα. Τα μάτια τους είναι μεγάλα και βρίσκονται στο μπροστινό… …   Dictionary of Greek

  • ἀθανᾶς — ἀθανής undying masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθάνας, Γεώργιος — Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Αθανασιάδη Νόβα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • АТАНАC —    • Athānas,          Άθάνας, сиракузский историк 4 в. до Р. X., написал в 13 книгах историю времен Диона. Diod. Sic. 15, 94. Plut. Timol. 23. 37 …   Реальный словарь классических древностей

  • φίλιστος — Πολιτικός και ιστορικός από τις Συρακούσες, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον συγγενή του Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, τον οποίο βοήθησε να καταλάβει την αρχή. Διετέλεσε πρώτος υπουργός και στρατιωτικός διοικητής του, αλλά μετά έπεσε στη δυσμένειά …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης-Νόβας, Γεώργιος — (Ναύπακτος 1893 – Αθήνα 1987). Ακαδημαϊκός, πρωθυπουργός, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της δημοκρατίας και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άσκησε τη δικηγορία για λίγα χρόνια στην Αθήνα και ταυτόχρονα δημοσιογραφούσε… …   Dictionary of Greek

  • Νικορέντζος, Δημήτριος — (Κωνστάντζα Ρουμανίας 1944 –). Φυσικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Είναι μέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”